Προέλληνες

Προέλληνες
Γενική ονομασία που δίνεται στους «αρχαιότατους» του ελληνικού χώρου, στους κατοίκους δηλαδή της Ελλάδας πριν εμφανιστούν οι Έλληνες. Οι κάτοικοι εκείνοι ήταν κυρίως Πελασγοί, Αιγαίοι και Κρητικοί. Ανήκαν και αυτοί στη λευκή φυλή, ήταν έξυπνοι και δραστήριοι, σημαντικά εξελιγμένοι και δημιούργησαν αξιόλογους πολιτισμούς. Κυριότεροι από τους πολιτισμούς αυτούς ήταν ο Αιγαίος και ο Κρητικός ή Μινωικός πολιτισμός.
* * *
οι, Ν
όλα τα προϊστορικά φύλα τα οποία κατοικούσαν στον ελληνικό χώρο πριν από την εγκατάσταση τών Ελλήνων σ' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + Έλληνες. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Γ. Χασιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προελληνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Προέλληνες (α. «προελληνικοί λαοί» β. «προελληνικά ευρήματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • Ανδριώτης, Νικόλαος — (Ίμβρος 1906 – Θεσσαλονίκη 1976). Γλωσσολόγος και φιλόλογος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Αθηνών, Βιέννης και Βερολίνου. Διετέλεσε επί 16 χρόνια συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας (1928 44). Εξελέγη τακτικός καθηγητής της έδρας της… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Κεφτιού — Αρχαίος λαός της μεσογειακής λεκάνης. Οι Αιγύπτιοι της 18ης δυναστείας διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με τους Κ. και τους θεωρούσαν Φοίνικες. Στην πραγματικότητα, οι Κ. ήταν Ετεοκρήτες, δηλαδή προέλληνες κάτοικοι της Κρήτης, οι οποίοι προέρχονταν… …   Dictionary of Greek

  • Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”